συστένω

συστένω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συστένω" в других словарях:

  • συστένω — (I) ΜΑ συστενάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στένω «βογγώ, στενάζω»]. (II) Ν βλ. συστήνω …   Dictionary of Greek

  • συστένουσι — συστένω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συστένω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστένειν — συστένω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστήνω — και συσταίνω και συστένω Ν βλ. συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστήσω, υποτακτ. αορ. τού αρχ. συνίστημι (πρβλ. στήσω, βλ. λ. ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

  • συσταίνω — και συστένω Ν βλ. συστήνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»